παρθενείας

παρθενείας
παρθενείᾱς , παρθενεία
virginity
fem acc pl
παρθενείᾱς , παρθενεία
virginity
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πεδουκαίος — (Peducaeus). Επώνυμο ονομαστής οικογένειας της αρχαίας Ρώμης. Από την οικογένεια αυτή διέπρεψαν κυρίως οι εξής: 1. Σίξτος. Διετέλεσε δήμαρχος της Ρώμης το 114 113. Είναι ο εκπονητής του λεγόμενου Πεδουκαίου νόμου περί ανοσιότητας των Εστιάδων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”